- ὑπερκειμένους
- ὑπέρκειμαιlie aboveperf part mp masc acc plὑπέρκειμαιlie abovepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
αλγκόνκιο — Ανώτερη περίοδος του αζωικού ή αρχαϊκού αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από τους Αλγκονκίνους, την ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πάντως, είναι μεγάλη, χωρίς αμφιβολία, όπως… … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
Μιλάνο — (Milano). Πόλη (1.182.693 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.762 τ.χλμ.) και της Λομβαρδίας (8.922.463 κάτ.). Είναι το κυριότερο οικονομικό κέντρο της χώρας και το μεγαλύτερο σε πληθυσμό πολεοδομικό της συγκρότημα μετά … Dictionary of Greek